κατένειμε

κατένειμε
κατανέμω
distribute
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατανέμω — (AM κατανέμω) 1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.) 2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. βόσκω… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • Ελσχάιμερ, Άνταμ — (Adam Elsheimer, Φρανκφούρτη 1578 – Ρώμη 1610;). Γερμανός ζωγράφος. Σχετικά με την πορεία του προς την κατάκτηση προσωπικού ύφους, στη διάρκεια της σύντομης καλλιτεχνικής ζωής του, δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Λινναίος, Κάρολος — (Ρασχούλτ, Σουηδία 1707 – Ουψάλα 1778). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Σουηδού φυσιοδίφη Καρλ φον Λίνε (Carl von Linné). Σπούδασε ιατρική, ασχολήθηκε όμως με τη βοτανική και έγινε καθηγητής της βοτανικής στο πανεπιστήμιο της Ουψάλα το 1741 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”